- κωλυτήριος
- -α, -ο (Α κωλυτήριος, -ία -ον) [κωλυτήρ]αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτινεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν)χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότησηαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ κωλυτήριοντο εμπόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.